vasilios ioakimidis
Η Κύπρος, η επίλυση και η «τιμή της ελληνικής αριστεράς»

Πριν λίγες μέρες διέρρευσε στον τύπο το κείμενο που όπως όλα δείχνουν θα αποτελέσει τη βάση για την εσπευσμένη επανέναρξη συνομιλιών στην Κύπρο. Οι καταιγιστικές και εν πολλοίς ενθαρρυντικές πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών σε συνδυασμό με την βεβιασμένη και επιδερμική κριτική της ελληνικής αριστεράς απέναντι στο προσχέδιο μου έχουν δημιουργήσει πολύ ανάμικτα συναισθήματα. Αν και είμαι πιο εξοικειωμένος στην ακαδημαϊκή και δοκιμιακή πρόζα το παρόν σημείωμα έχει αυθόρμητα προσωπικό και συναισθηματικό χαρακτήρα. Σχεδόν εξομολόγητικό.
Το βράδυ της 7ης Απριλίου 2004, ήμουν και εγώ, όπως και εκατομμύρια άλλοι Έλληνες, καθηλωμένος μπροστά από τον τηλεοπτικό δέκτη παρακολουθώντας συνεπαρμένος τον Τάσσο Παπαδόπουλο να διακηρύττει με τρεμάμενη φωνή πως «παρέλαβε κράτος και δε θα παραδώσει κοινότητα». Αυθόρμητα, καλοπροαίρετα και με ελάχιστη γνώση των ιδιαιτεροτήτων της κυπριακής αριστεράς, αντιλήφθηκα και εγώ όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες αριστεροί την ομιλία του ως ορθή και βαθιά πατριωτική.
Τα μαθηματικά της πολιτικής μας εξίσωσης, ήταν απλά, ξεκάθαρα και είχαν (φρονούσα) αταλάντευτα αριστερό πρόσημο. Το σχέδιο Ανάν «κατασκευάστηκε απο τα κέντρα του ιμπεριαλισμού», άφηνε πίσω τις πρόνοιες των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και μετέτρεπε το νησί σε «αβύθιστο αεροπλανοφόρο». Φυσικά υπήρχε και η απαραίτητη επαλήθευση. Ο Σημίτης, ο Καραμανλής και η ελληνική αστική τάξη ήταν αναφανδόν και ανερυθρίαστα υπέρ του σχεδίου Ανάν. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι λογικό να υποστηρίζει ο Σημίτης,ο Καραμανλής και οι ιμπεριαλιστές μια λύση, στην οποία να συμφωνούμε και εμείς. Ήταν αυτονόητο. Γράψαμε τις αναλύσεις μας, αποδοκιμάσαμε τις παλινωδίες των “αποπροσανατολισμένων” (στα μάτια μας) συντρόφων της κυπριακής αριστεράς, συγκινηθήκαμε με τη γενικότερη αντίσταση του Ελληνικού Κυπριακού λαού και έπειτα κλείσαμε ήρεμα και αυτάρεσκα τα κιτάπια μας.
Όμως το ξεδίπλωμα της ιστορίας, οι κοινωνικές δυναμικές και οι ανθρώπινες σχέσεις δεν προβλέπονται και δεν καθορίζονται πάντοτε με ‘πολιτικά μαθηματικά’. Μπορεί τα μεθοδολογικά εργαλεία μας να είναι έγκυρα αλλά μήτε η αριστερά είναι Πυθία, μήτε -πολλώ δε μάλλον- η αστική τάξη έχει κρυστάλλινη μπάλα.
Πρίν λίγα χρόνια, μια συγκυρία, εντελώς απροσδόκητα με έφερε να διδάσκω προσωρινά κοινωνική πολιτική και κοινωνική εργασία, σε ένα από τα πανεπιστήμια της Κύπρου, οι εγκαταστάσεις του οποίου είναι μόλις μερικές δεκάδες μέτρα μακρυά απο τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός και το παλιό αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Δεν ξέρω αν εξοικειώνεται ποτέ κανείς με τη βιαιότητα και το παράλογο αλλά σε κάθε διάλειμμα που άνοιγα το παράθυρο της αίθουσας διδασκαλίας και αντίκριζα το παρατηρητήριο των κυανόκρανων του ΟΗΕ, το θέμα της εβδομαδιαίας διάλεξης μου, μού φαινόταν ακόμα περισσότερο εκτός πλαισίου- εκτός τόπου και χρόνου. Ποτέ δεν ένιωσα άνετα που το (εισαγώμενο) πρόγραμμα σπουδών μας σχεδόν δεν έκανε καμία αναφορά στον κυρίαρχο αντίκτυπο της διχοτόμησης. Παράλληλα, μια ανομολόγητη ‘συνωμοσία της σιωπής’ απωθούσε το θέμα απο τις συζητήσεις μας με τους φοιτητές. Πως όμως μπορείς να μιλάς για κοινωνικές υπηρεσίες και κοινωνική ευημερία γνωρίζοντας πως το συρματόπλεγμα που αντικρύζεις απο το παράθυρό της αίθουσας κρατάει πολίτες του κράτους μακρυά από την πιο ουσιαστική έκφανση κοινωνικής ευημερίας, την ειρήνη? Πώς μπορείς να αγνοείς το γεγονός πως πολλοί φοιτητές σου, μελλοντικοί κοινωνικοί λειτουργοί, βλέπουν τους Τουρκοκύπριους συμπολίτες τους ως παράσιτα? Πως μπορείς να αγνοείς τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό ζήτημα διαπλέκεται με το εθνικό?
Οι δεκαετίες της διχοτόμησης και ο δηλητηριώδης εθνικισμός, εκτός από τη φυσική διχοτόμηση του νησιού έφεραν και κάτι πολύ χειρότερο. Χτίστηκε ένας τοίχος ψυχολογικής διχοτόμησης ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Ενθαρρύνθηκε η ιδέα πως οι Ε/Κ και Τ/Κ είναι αφύσικο και παράλογο να ζουν μαζί. Αλλοιώθηκε η συλλογική μνήμη της συνύπαρξης, Το παρελθόν μετατράπηκε μονοδιάστατα ώς αφήγηση μιας ιστορίας βίας αποθώντας έτσι την πλούσια εμπειρία της συνύπαρξης. Αυτό είναι και το κομμάτι της ‘πολιτικής εξίσωσης’ που η ελληνική αριστερά φαίνεται να αγνοεί.
Επί δεκαετίες, άνθρωποι και από τις δύο κοινότητες με παρρησία, αποφασιστικότα και κυρίως μνήμη και ανθρωπιά προσπάθησαν να αποδομήσουν τον τοίχο που προανέφερα. Ή τουλάχιστον προσπάθησαν να υπονομεύσουν τα θεμέλια του ώστε όταν έρθει η κατάλληλη ώρα να καταρρεύσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται.
Λίγοι απο την ελληνική αριστερά γνωρίζουν για τις κοινές δικοινοτικές αντι-αποικιακές απεργίες του 1948. Λίγοι γνωρίζουν πως ακόμα και όταν ο σοβινισμός δηλητηρίασε τόσο τις δυο κοινότητες, που η διακοινοτική βία πότισε με αίμα τα θεμέλια του τοίχους της διχοτόμησης, πολλοί Ε/Κ και Τ/Κ έδωσαν τη ζωή τους για να μην ακολουθήσει ο κυπριακός λαός το δρόμο που είχε αρχίσει να προδιαγράφεται. Ελάχιστοι Έλληνες αριστεροί έχουν ακούσει τα ονόματα του Τ/Κ Ντεβίς Αλί Καβάζογλού και του Ε/Κ Κώστα Μισιαούλη, μέλη του ΑΚΕΛ που δολοφονήθηκαν απο παραστρατιωτικούς των Απρίλη του 1965, παλεύοντας για την κοινή τους πατρίδα. Ελάχιστοι γνωρίζουν πως ακόμα και μετά τον πόλεμο του 1974 μέσα σε ψυχροπολεμικές συνθήκες, πολλοί Κύπριοι και απο τις δυο πλευρές περνούσαν με τεράστιο ρίσκο την ‘πρασσινη γραμμή΄ για να δουν την παλιά τους γειτονιά, τα σπίτια τους, να πιουν ένα κρασί και να δακρύσουν αγκαλιά με τους παλιούς τους φίλους. Ελάχιστοι Έλληνες αριστεροί γνωρίζουν πως καλλιτέχνες και διανοούμενοι της ειρήνης και επαναπροσέγγισης –στον καιρό της υστερίας και του παραλόγου- ταξίδευαν για πάρα πολλές ώρες, μέσω τριών χωρών, για να συναντήσουν συναγωνιστές τους στην άλλη πλευρά της οδού Λήδρας. Μόλις λίγα μέτρα απόστασης.
Ακόμα και σήμερα πολλοί Έλληνες αριστεροί ξαφνιάζονται όταν μαθαίνουν πως οι μελοποιημένοι στίχοι «Η δική μου πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο, ποιο απο τα δυο κομμάτια να αγαπώ» έχει γραφτεί απο την Τουρκοκύπρια Νεσέ Γιασίν. Ακόμα και στη αριστερή, διεθνιστική αφήγηση μας, δεν είναι καθόλου αυτονόητο πως οι Τ/Κ πονάνε τη βίαιη διχοτόμηση της πατρίδας τους εξίσου με τους Ε/Κ.
Κάτω από τη μύτη μας στην Ελλάδα, όλα αυτά τα χρόνια, πολλοί (στην πλειονότητά τους αλλά όχι μόνο) αριστεροί καλλιτέχνες, διαννοούμενοι, συνδικαλιστές, συνταξιούχοι και άνθρωποι του μόχθου πάλεψαν κόντρα στο ρεύμα ώστε ο προσβλητικός τοίχος της διχοτόμησης να είναι διάτρητος. Και η πολιτική συγκυρία το 2004, κάτω απο ιδιαίτερες συνθήκες και σίγουρα όχι με όρους ιδανικούς για την αριστερά, έφεραν για πρώτη φορά την προοπτική ουσιαστικής επίλυσης προ τον πυλών.
Τα δίλληματα για την κυπριακή αριστερά τεράστια. Απο τη μια πλευρά μια κοινή ιστορία αγώνων, κοινές εικόνες, συγκλίνουσες αναμνήσεις αλλά και κοινές προοπτικές. Μια ατέρμονη προσπάθεια, η ιδέα της κοινής πατρίδας να μη χαθεί στη λήθη που επέβαλε ο εθνικισμός. Από την άλλη ένα σχέδιο επίλυσης που ήταν ραμμένο με την αδύναμη και καθόλου ανθεκτική κλωστή των διεθνών ανταγωνισμών και γεωπολιτικών συμφερόντων. Αυτή την κλωστή που μόλις οι συνθήκες απαιτούν ευελιξία, αντί να αντέχει, σπάει. Η οικονομική κυρίως ανισότητα των δυο κοινοτήτων, η αίσθηση της πλασματικής ευημερίας στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία αλλά και η αντίληψη πως ‘δε θα πληρώσουμε εμείς τη φτώχεια των άλλων’ οδήγησε στη μαζική καταψήφιση του σχεδίου. Πολλοί αγωνιστές της επαναπροσέγγισης λοιδωρήθηκαν και δαιμονοποιήθηκαν ως προδότες.
Μια δεκαετία μετά. Αρκετά έχουν αλλάξει. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων της πράσινης γραμμής και η καθημερινή επαφή Ε/Κ και Τ/Κ έδειξε πως η συνύπαρξη είναι εφικτή. Αν μη τι άλλο η κατακόρυφη και απερίσπαστη ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο κοινοτήτων επιβεβαιώνει αυτήν την προοπτική. Εκτός απο την ‘επαναπροσσέγγιση των αγορών’ ενισχύθηκε και η επαναπροσέγγιση ‘απο τα κάτω’. Ένα ετερόκλητο και δυναμικό κίνημα, κυρίως νέων ανθρώπων που απαιτεί επανένωση του νησιού και ειρηνική συνύπαρξη. Οι περισσότεροι τουρκοκύπριοι ήδη διαθέτουν διαβατήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας και ταξιδεύουν απερίσπαστα με αυτά. Η αύξηση των συναλλαγών, μέσω της πράσινης γραμμής, η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία, σχεδόν αποκλειστικό ‘εταίρο’ της Βόρειας Κύπρου, συνδυασμένη με γενναίες επιδοτήσεις διεθνών οργανισμών έχουν γεφυρώσει το χάσμα σε επίπεδο υποδομής και ποιότητας ζωής ανάμεσα στις δυο πλευρές της πράσινης γραμμής. Η ανεύρεση υδρογονανθράκων έφερε την Κύπρο ξανά στο επίκεντρο γεωπολιτικών συμφερόντων που απαιτούν άμεση επίλυση.
Οι αγώνες της αριστεράς στις πιο δύσκολες στιγμές του νησιού κράτησαν τις ιδέες της επανένωσης και επαναπροσέγγισης ανοιχτές, ακόμα και όταν αυτό ήταν αδιανόητο. Οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές της τελευταίας δεκαετίας έκαναν την επαναπροσέγγιση πιο εφικτή και ώριμη. Αναμφισβήτητα, τα γεωπολιτικά συμφέροντα συγκροτούν το πλαίσιο και καθορίζουν το βηματισμό της λύσης. Ότι όμως έιναι βραχυπρόθεσμα καλό για την αστική τάξη δε σημαίνει πως δεν είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί στρατηγικά απο την αριστερά και τα κινήματα προς ώφελός τους. Η ελληνική αριστερά σωστά γνωρίζει και προβλέπει πως η λύση που θα συμφωνηθεί δεν θα βασίζεται φυσικά στη σοσιαλιστική προοπτική, ούτε καν στα ψηφισματα του ΟΗΕ. Θα φέρει όμως μετά από δεκαετίες τις δυο κοινότητες πραγματικά κοντά, δημιουργώντας μια νέα εμπειρία ζύμωσης και συνθέτοντας ένα νεό πλαίσιο κοινών κοινωνικών αγώνων. Αυτή είναι σίγουρα μια ώριμη προοπτική και δημιουργεί πολύ καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνικούς αγώνες απο ότι η παρούσα κατάσταση της Ντε φάκτο διχοτόμησης, της πρόταξης μια ατέρμονης κατάστασης εξαίρεσης και της μαζικής στρατιωτικοποίησης.
Πρόσφατα μιλώντας με ένα προβεβλημένο στέλεχος της ελληνικής αριστεράς, αναρωτήθηκα τι θα καταφέρουμε με την επιθετική και απορριπτική στάση απέναντι στο προσχέδιο. «Θα σώσουμε την τιμή της ελληνικής αριστεράς όπως κάναμε και το 2004» μου απάντησε. Η απογοητευτική αυτή απάντηση δεν ήταν παρά αντανάκλαση των αδυναμιών αλλά και της αμυντικής στάσης της ίδιας της Ελληνικής αριστεράς και η προβολή αυτών στο Κυπριακό πλαίσιο. Αν μη τι άλλο, η συνθετότητα της σημερινής συγκυρίας τόσο στην Ελλάδα όσο και την Κύπρο αναδεικνύει πως είναι καιρός να αφήσουμε τις καθέδρας αναλύσεις και να μπολιάσουμε ξανά την θεωρητική ανάλυση με δράση, αντικαθιστώντας τη φοβικότητα με αυτοπεποίθηση στην ικανότητα των κινημάτων και των λαών να προσαρμόζουν τις συμμαχίες τους και τη στρατηγική τους στις απαιτήσεις των καιρών. Βγαίνοντας απο τον απομονωτισμό της απροσδιοόριστης ιδεολογικής καθαρότητας θα σώσουμε όχι μόνο την τιμή αλλά και την ίδια την ύπαρξη της Ελληνικής αριστεράς.